παπλωματάς

παπλωματάς
ο , παπλωματού η стегальщи|к, -ца (одеял)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "παπλωματάς" в других словарях:

  • παπλωματάς — ο, θηλ. παπλωματού [πάπλωμα] αυτός που κατασκευάζει ή πωλεί παπλώματα …   Dictionary of Greek

  • παπλωματάς — ο πληθ. άδες, θηλ. παπλωματού ούς, ο τεχνίτης, ο κατασκευαστής παπλωμάτων ή ο καταστηματάρχης, ιδιοκτήτης του παπλωματάδικου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Логофет, Ликург — Ликург Логофет  художник Тсокос, Дионисиос Национальный исторический музей, Афины Ликург Логофет (греч …   Википедия

  • εφαπλωματοποιός — ο ο κατασκευαστής παπλωμάτων, κν. παπλωματάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφάπλωμα + ποιός (< ποιώ), πρβλ. υποδηματο ποιός, φθορο ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • παπλωματάδικο — το το κατάστημα όπου πωλούνται ή κατασκευάζονται παπλώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπλωματάς + κατάλ. άδικο (πρβλ. παπουτσ άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • Αγουράς, Γεώργιος — (19ος αι.).Πατριώτης από την Τραπεζούντα, έμπορος και βιοτέχνης (παπλωματάς) στην Κωνσταντινούπολη. Μόλις άρχισε η Επανάσταση, οι Τούρκοι τον συνέλαβαν για την πατριωτική του δραστηριότητα και τον κρέμασαν, αφού τον βασάνισαν και τον διαπόμπευσαν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»